-
1 руда
το ορυκτ/ό, το μετάλλευμαзалежи - ы κοιτάσματα - ών, τα μεταλλευτικά κοιτάσματαмедная - το μετάλλευμα χαλκού, η χαλκίτιδαнеобожжённая - см. сырая -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > руда
-
2 руда
-
3 руда
руд||аж τό μετάλλευμα, τό ὀρυκτό[ν]:медная \руда τό μετάλλευμα χαλκοῦ, ἡ χαλ-κίτις· железная \руда τό σιδηρομετάλλευμα· залежи \рудаώ κοιτάσματα ὁρυκτών, μεταλλευτικά κοιτάσματα.